Μέσα στο "Μέσα"

Νομίζατε δε θα ξαναγράψω ε? Και γω το νόμιζα λίγο, μπορεί και πολύ. Μετά πήγα και είδα το «Μέσα». Του Παπαϊωάννου ντε, της τελετής έναρξης των Ολυμπιακών, του 2… Αυτόν που οι μισοί θα αντιπαθείτε γιατί είναι πολύ gay, πολύ εναλλακτικός, πολύ κουλτουριάρης για τα γούστα σας, κάποιοι θα αγνοείτε και κάποιοι άλλοι μπορεί να λατρεύετε.

Πήγα στο «Μέσα», που λέτε και έμεινα μέσα για κανα δίωρο Μπορούσα, ίσως και να ήθελα, περισσότερο. Γιατί? Γιατί όχι θα μου πείτε. Γιατί το «Μέσα» είναι στη βάση του, η απόλυτη ρουτίνα, η απόλυτη επανάληψη, η απόλυτη μονοτονία. Το «Μέσα» είναι όλα εκείνα τα μοναχικά και μονότονα που επαναλαμβάνουμε μηχανικά και καθημερινά, μέχρι το ποτήρι μας να αδειάσει και να πέσει στην άβυσσο του τίποτα. Μελό το τελευταίο ε? Μετά το τίποτα είναι μας αρέσει, δε μας αρέσει. Το είπε σήμερα και εκείνος ο επιστήμονας, ξέρετε, στο καροτσάκι, που μελετάει όλα τα σπουδαία για το σύμπαν, τα δύσκολα, τα επιστημονικά.

Επανέρχομαι, είναι που έχω πολλά να πω, έχω καιρό να τα πω και μου έρχονται μαζεμένα και με αποσυντονίζουν. Επανέρχομαι «Μέσα» στο θέμα. Η παράσταση λοιπόν, η απόλυτη μονοτονία, σωστά? Λάθος. Η απόλυτη καθηλωτική μονοτονία. Μια μονοτονία που σε μαγνητίζει, σε ηρεμεί, σχεδόν σε αποκοιμίζει και θέλεις απλά να την παρακολουθείς με τις ώρες, μπορεί και τις 6 που παίζεται. Γιατί? Γιατί το απλό, το καθημερινό, το τόσο κλισέ και βαρετό να έχει τόση δύναμη?

Βρε μπας και έτσι μαγνητιζόμαστε και από την καθημερινότητά μας και ένα τόνο διαφορετικό ξεχνάμε να τις δώσουμε? Μήπως έτσι μονότονα μας περνάει ο καιρός, μέχρι το ποτήρι μας να στριμωχτεί στη γωνία και να αδειάσει? Τη φοβήθηκα αυτή την ηρεμία, το ομολογώ. Ηρέμησα και μετά ταράχτηκα. Και όλα αυτά έγιναν από μέσα.

Αγαπητοί αναγνώστες,

Δε γράφω συχνά παραπονιέστε αγαπητοί αναγνώστες και έχετε τα δίκια σας. Μπήκε ο χρόνος ο νέος και 'γω σας δημοσίευσα κονσέρβα. Για το προηγούμενο post λέω ντε. Ναι μπαγιάτικο ήταν, δε μου πάει καρδιά να σας πω ψέματα. Το είχα στο αρχείο, στο πρόχειρο, για μια ώρα δύσκολη σα και τούτη και το δημοσίευσα.

Είναι καιρός για γράψιμο όμως, όχι πέστε μου. Μπήκε ο χρόνος λοιπόν, τον υποδεχτήκανε όλοι με πλερέζες. Του μαυρίσανε την τύχη του μωρού χρόνου, πριν καλά καλά κατουρίσει τις πάνες του. Από που να αρχίσω? Από τις εφημερίδες με τους τίτλους για κουράγιο, από τις μίζερες ευχές? Για τα αστρολογικά ένα έχω να πω, όποιος τα γράφει μισεί το ανθρώπινο είδος. Δεν ήταν ζωδιακές προβλέψεις αυτές φέτος, οι προφητείες του Νοστράδαμου ήταν σε νέα συλλεκτική επανέκδοση με δώρο κομμένες σκηνές και ιλουστρασιόν εξώφυλλο.

Σα να μην έφταναν όλα αυτά, ο Κωστής μου δήλωσε πως βρίσκεται σε ένα επιστημονικό τέλμα. Ανησυχεί μήπως με την τελευταία θεωρία του έφτασε στο μέγιστο των δυνατοτήτων του και δεν έχει κάτι νέο να προσφέρει στην επιστημονική κοινότητα. Προβληματιστήκαμε εντόνως τις προάλλες με την περίπτωσή του. Βρε λέμε, μπας και τούτη η θεωρία, είναι κάτι σαν εκείνη της σχετικότητας, του ασήμαντου του Αϊνστάιν. Μήπως είναι τόσο θεμελιώδης και δεν έχουμε ακόμα εμβαθύνει όσο θα έπρεπε, γι' αυτό και δε μπορούμε να πάμε παρακάτω. Η μόνη μου συνεισφορά στο πρόβλημα του, μπας και το λύσουμε, δημοσιεύσουμε πέντε paper, θεωρίες εννοούσα και το πάρουμε το διδακτορικό, ήταν μια ακόμα εμπειρία μου. Γιατί τι νομίζετε έτσι από το πουθενά τις βγάζει τις θεωρίες του ο Κωστής, όλο και κάποια αφορμή του δίνω.

Είναι και τα νεύρα μου χάλια τον τελευταίο καιρό, που να γράψω. Δε μπορώ άμα δεν έχω καλή διάθεση, σας το εξομολογούμαι και αμαρτία δεν έχω. Είναι που γράφω με χιούμορ, λέει ένας φίλος και το χιούμορ θέλει το κέφι του, πως να το κάνουμε. Είχα το νεύρα μου που λέτε, πάνω που άρχισαν να μου περνάνε, με έπιασε το στομάχι μου. Είναι οι πεταλουδίτσες λέει η Boubita. Καλά άμα είναι οι πεταλουδίτσες, μη μεγαλώσουνε μόνο και μεταλλαχθούν σε σφήκες που τσιμπάνε φοβάμαι.

Αυτά σε γενικές γραμμές. Σας τα είπα και ξαλάφρωσα για να μη νομίζετε ότι δε σας υπολογίζω. Μείνετε συντονισμένοι όμως, γιατί στο επόμενο, θα κάνουμε εντομολογία. Θα πούμε για πεταλούδες.

Από πάντα

Μπορεί να ξέρεις από πάντα τι θέλεις από τη ζωή σου? Και άμα το ξέρεις μπορεί να το θέλεις για πάντα? Ωραία ας τα πάρουμε από την αρχή. Γεννιέσαι, αυτονόητο δε γίνεται να φυτρώσεις, θες να βυζαίνεις τη μαμά σου (υποθέτω γιατί δε θυμάμαι), άντε το πολύ πολύ να θέλεις και την πιπίλα σου. Μετά μεγαλώνεις λίγο, από μωρό γίνεσαι παιδί, ξέρεις ότι θέλεις να παίζεις και ότι δε θες να διαβάζεις. Εντάξει άμα είσαι ανάποδο παιδί όπως ήμουν εγώ μπορεί να θέλεις και να διαβάζεις. Μετά μεγαλώνεις άλλο λίγο, γίνεσαι πιο μεγάλο παιδί, θέλεις να βγεις, να φλερτάρεις και να το παίξεις λίγο μεγαλύτερος απ' ότι είσαι γιατί νομίζεις ότι είναι μαγκιά. Μετά ... όχι δε θα το πάμε έτσι παραθέτοντας τις βασικές προτεραιότητες ανά ηλικιακή ομάδα γιατί το θέμα μας είναι άλλο.

Το θέμα μας είναι όταν κάποιος έρχεται και λέει εγώ ήξερα πάντα τι ήθελα να κάνω στη ζωή μου. Ασχέτως αν όντως το κάνει ή απλά επιδιώκει να το κάνει. Θα μου πείτε που βρίσκεις το κακό? Υπάρχει μεγαλύτερη ισορροπία από το να ξέρεις από πάντα τι θέλεις και να στοχεύεις σε αυτό? Δε λέω ότι είναι κακό, αλλά εμένα φυσιολογικό δε μου φαίνεται. Πως εξελίσσονται όλα τα άλλα πάνω μας, μεγαλώνουμε, ψηλώνουμε, παχαίνουμε (αυτό δε μας αρέσει αλλά είναι συχνά γεγονός γι' αυτό και το καταγράφω), αλλάζουμε γούστα, προτιμήσεις, φίλους, γκόμενους, έτσι δεν εξελίσσονται και τα θέλω μας?

Γεννιούνται οι άνθρωποι κατασταλαγμένοι? Βλαμμένοι μπορεί να γεννιούνται, κατασταλαγμένοι σε καμιά περίπτωση, είμαι βεβαία (είσαι βεβαία? άσχετο αλλά αυτό το λέει ο πατέρας μου και έχει πλάκα, παίρνει και αντίστοιχο ύφος, περισπούδαστο). Και ευτυχώς δηλαδή, γιατί εμένα μου φαίνεται βαρετό να ξέρεις από πάντα τι θέλεις. Είναι σα να προδιαγράφεις τη ζωή σου, λες και ξέρεις τη συνέχεια. Οι αλλαγές στις προτεραιότητες και στα θέλω της ζωής, μου φαίνονται από τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα που μου συμβαίνουν όσο μεγαλώνω (όχι γιατί μου συμβαίνουν και κάτι άλλα εκνευριστικά, κάτι αμυδρές ρυτίδες, μια νύστα από τις 11, δε λέω άλλα, θα χρησιμοποιηθούν εναντίον μου). Μη το πάμε και στο άλλο άκρο βέβαια, ούτε κάθε μέρα αλλάζουν τα θέλω. Τι είναι βρακί να το βάζεις το πρωί να το αλλάζεις το βράδυ? Εμ δεν είναι.

Δυο βάνες έχει η ζωή...

Τη θεωρία με τα αγαπόνια τη θυμάστε? Ναι, ναι του Κωστή. Τότε που λέτε ήτανε καλοκαίρι. Όσο να 'ναι η ζέστη, η θάλασσα, τα μοχίτα, οι μαργαρίτες τ' αλάφραιναν το κλίμα και με τον Κωστή αναπτύσσαμε τέτοιες θεωρίες, ευχάριστες, γεμάτες αισιοδοξία και αγάπη. Τις λέγαμε ενώ γύρω κελαηδούσαν πουλάκια και πετούσαν αγγελάκια. Καλά ντε μη βαράτε. Είπα να το κάνω λίγο ποιητικό. Ποτά στο Αίθριο πίναμε, τα πουλάκια την είχαν κάνει γιατί η μουσική δε τα άφηνε να κοιμηθούν, τα αγγελάκια ζεσταίνονταν και είχαν μουλιάσει τα φτερά τους από την υγρασία, με λίγα λόγια τίποτα δεν φτερακούσε (ωραία τα λέω σήμερα, πυργιώτικα) στον ουρανό.

Από τότε πέρασε καιρός, ήρθε το φθινόπωρο, έπεσαν τα φύλλα, ήρθε ο χειμώνας δεν έπεσαν τα χιόνια. Το ξέρω τα είπαμε και στο προηγούμενο post αλλά θέλω να δοθεί έμφαση στο χειμώνα και τους συμβολισμούς που κουβαλάει. Εγώ δε τον χωνεύω, ξηγημένα πράγματα. Ήρθε λοιπόν ο χειμώνας και η θεωρία των αγαπονίων, έδωσε τη θέση της στη θεωρία "Δυο βάνες έχεις η ζωή...άνοιξα μια και κάηκα". Ναι δίκιο έχετε, είναι πιο ξενέρωτη, μέχρι απαισιόδοξη τη λες. Ενέχει και κινδύνους για τη σωματική μας ακεραιότητα, αλλά είπαμε χειμώνας, τέρμα τα ψέμματα.

Διατυπώνει λοιπόν ο Κωστής και σας μεταφέρω εγώ δια του blog τούτου. Γυρνάς σπίτι μετά από μια κουραστική μέρα στο λιοστάσι (είναι και επίκαιρο). Έτσι είμαστε εμείς τα παιδιά της επαρχίας, έχουμε και λιοστάσι. Εγώ ούτε ελιά διακοσμητική σε γλάστρα δεν έχω και άμα είχα θα είχε ξεραθεί, αλλά ο Κωστής έχει λιοστάσι. Γυρνάς λοιπόν κατάκοπος και κυρίως πάρα πολύ βρώμικος. Μια επιθυμία θέλεις να εκπληρώσεις διακαώς. Να κάνεις ένα μπάνιο, να ξεβρομιστείς, μη νιώθεις άλλο σα Πακιστανός στην Ηρώων Πολυτεχνείου. Μπαίνεις λοιπόν στη μπανιέρα γυρνάς το ρουμπινέ ανυπόμονα και επιπόλαια και τρως ένα τσουρούφλισμα που από Πακιστανός γίνεσαι ερυθρόδερμος σε χρόνο dt.

Καλά θα μου πείτε, έτσι ανοίγουμε μια βρύση και όποιον πάρει ο χάρος? Δε δοκιμάζουμε λίγο? Πρώτα το δαχτυλάκι, λίγο το ζεστό, λίγο το κρύο μέχρι να φτάσουμε στην επιθυμητή θερμοκρασία. Αμ έτσι είναι το σωστό, αλλά όταν είσαι πολύ κουρασμένος και πολύ βρώμικος, το μυαλό δεν έχει την απαιτούμενη διαύγεια και την πατάς εύκολα. Εδώ που τα λέμε και ξεκούραστος να είσαι πάλι μπορεί να την πατήσεις. Τα σενάρια είναι πολλά, μπορεί να έχουν χαλάσει οι βάνες και να μη ρυθμίζονται, μπορεί να έχει χαλάσει ο θερμοσίφωνας, να περιμένεις, να περιμένεις και πουθενά το ζεστό. Μπορεί να σου αρέσει το ζεστό αλλά να μην επιτρέπεται για την περίπτωση σου. Με λίγα λόγια πιάσε το αυγό και κούρευτο. Κατά βάση εύχεσαι να μην έχει χαλάσει ο ρουμπινές ή ο θερμοσίφωνας, να μη χρειαστεί υδραυλικός με λίγα λόγια γιατί άκρη με δαύτους δε βγάζεις.

Έτσι είναι οι σχέσεις λέει ο Κωστής, σα να ρυθμίζεις το νερό για το μπάνιο. Όλα μπορούν να συμβούν, από το πολύ καυτό μέχρι το πολύ κρύο. Καμιά φορά γυρνάς τη βάνα και καίγεσαι, την άλλη παγώνεις. Όταν όμως τα καταφέρεις και βρεις τη σωστή θερμοκρασία μπορεί και να ακούσεις κανένα κελάηδισμα από το προαναφερθέντα πουλάκια, λόγω υπέρμετρης ευφορίας!

p.s. Για παν ενδεχόμενο εγώ θα εγκαταστήσω τη βρύση της φωτογραφίας που φωτίζεται ανάλογα με τη θερμοκρασία, προκειμένου να αποφύγω ατυχή συμβάντα στο μέλλον.

Με το ίδιο παλτό

Μπήκε ο Χειμώνας, λέμε τώρα, και το χρειάζεσαι το πανωφοράκι σου. Σε φτάνει ένα, όμως? Θέλεις και την καπαρτινούλα σου γιατί βαρύ το χειμώνα δε τον λες, θέλεις και το σακάκι σου για πιο chic εμφανίσεις, θέλεις και το παλτουδάκι μη και πιάσει κανένα κρύο στα ξαφνικά και παγώσει το κοκαλάκι σου. Με λίγα λόγια οι ανάγκες είναι πολλές και δεν καλύπτονται με ένα και μοναδικό προϊόν. Την τακτική των εναλλακτικών λύσεων αναλόγως την περίσταση, την εφαρμόζουμε εμείς τα ζωάκια-άνθρωποι σε πολλές περιπτώσεις, όπου μας βολεύει δηλαδή. Εκτός από μία, τις σχέσεις. Και δεν εννοώ τις φιλικές γιατί και εκεί μια χαρά το κάνουμε. Άλλος φίλος θα σου κάνει ψυχανάλυση, με άλλον θα πας εκδρομή, άλλον θα συμβουλευτείς πιο laptop να πάρεις και πάει λέγοντας.

Εννοώ τις ερωτικές σχέσεις και θα μιλήσω από τη δική μου μεριά, αυτή των γυναικών. Οι ανάγκες είναι πολλές, αγόρια και κορίτσια αναγνώστες μου. Μια γυναίκα τα θέλει όλα (όχι επειδή η ίδια είναι τέλεια, απλά τα θέλει, δε θα το αναλύσουμε αυτό τώρα). Βρίσκει λοιπόν ένα χριστιανό, μπορεί να είναι και μουσουλμάνος, δε ξέρω και του απαιτεί τα πάντα. Αυτός σιγά μην τα έχει όλα (όποιος τα έχει να μιλήσει τώρα, αλλιώς να σιωπήσει για πάντα) και κάπου εκεί αρχίζουν τα όργανα της γκρίνιας. Και έρχομαι τώρα εγώ να σας προτείνω την εξής πρωτοποριακή λύση στο παραπάνω πρόβλημα.

Λέω λοιπόν, αφού πανωφοράκια έχουμε πολλά, ένα για κάθε περίπτωση, γιατί όχι περισσότεροι από ένας άνδρες να φτιάχνουν μαζί αυτόν που θες. Θα δώσω παράδειγμα να το καταλάβουμε, να φτιάξω και εγώ εικόνα βρε παιδί μου να τη σιγουρέψω τη θεωρία. Έχεις λοιπόν, έναν με χιούμορ, κουλτούρα και άποψη να συζητάς. Μαζί θα λύνετε το Κυπριακό, τα υπαρξιακά σου, θα γυρνάτε στα θέατρα και τα μουσεία, η καθεμία ας βάλει ότι θέλει, άμα θέλει μπουζούκια, εγώ μαζί της. Έχεις άλλον ένα να κάνετε πάρα πολύ καλό sex. Δε χρειάζεται ανάλυση αυτό, το πιάσατε νομίζω. Έχεις ακόμη έναν, τρυφερό, καλό και γλυκό, να σου κάνει αγκαλίτσες, χατίρια και να αλλάζει καμιά λάμπα άμα χρειάζεται. Θα μείνω σε αυτούς τους τρεις, μην είμαστε και πλεονέκτες. Αυτοί οι τρεις ας πούμε ότι κάνουν τον τέλειο, αυτόν χωρίς ατέλεια, που είναι φτιαγμένος στην εντέλεια. Κάπου εδώ θέλω να υποβάλω τα σέβη μου στο στιχουργό του παραπάνω άσματος, μεγάλο σουξέ των ημερών, ιδιαίτερα δημοφιλές, μεταξύ της συμπαθούς συνομοταξίας των ταξιτζήδων.

Τώρα θα λέτε, καλά δυο μήνες που έχεις να γράψεις αυτά τα έξυπνα σκεφτόσουν. Όχι, σκεφτόμουν και άλλα, θα ενημερωθείτε εν καιρώ. Επανέρχομαι στο θέμα για να αντικρούσω πιθανά επιχειρήματα, ενάντια στη θεωρία μου. Θα πουν λοιπόν τα αγόρια εδώ, καλά τα λες κυρία μου, αλλά γιατί να μην βρούμε και εμείς τις αντίστοιχες τρεις που και μάγκες είμαστε και πριν από εσένα το έχουμε σκεφτεί. Μάγκες την πατήσατε γιατί δεν υπολογίσατε τον αστάθμητο παράγοντα κρίση. Να σας δω εγώ στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε να συντηρείτε το χαρέμι και δε θα σας φτάνει ούτε η πιστωτική της διαφήμισης (να βάλω και πετρέλαιο?).

Γελάτε, μη γελάτε καθόλου, απλή λογική. Τρεις άνδρες μπορούν να συντηρήσουν μια γυναίκα, ένας άντρας όμως τι να κάνει με τρεις, μιλάμε για οικονομική καταστροφή. Άρα η λύση μας βολεύει όλους. Και μη νομίζετε ότι θα πάρετε την εκδίκησή σας, όταν η κρίση τελειώσει. Τότε θα είμαστε όλοι γερόντια και δε θα μπορούμε ούτε τη μασέλα μας να κουμαντάρουμε.

Υ.Γ. Όπως καταλάβατε, επέστρεψα χειρότερη από ποτέ. Τα παράπονά σας σε κάποιους λίγους που έκαναν το λάθος να πουν έλα ρε Αφροδιτάκι γράψε κάτι, τόσα ερεθίσματα σου δίνουμε.

Η Συζήτηση

Έρχεται κάποια στιγμή, εκεί κάπου στην αρχή μιας σχέσης, που πρέπει να γίνει η Συζήτηση. Η Συζήτηση δεν αφορά σε τίποτα περισσότερο από την απάντηση στο γνωστό και μη εξαιρετέο ερώτημα "Ορέ που πάμε?". Καλά δε το θέτεις ακριβώς έτσι, εκτός αν συνομιλείς με γιδοβοσκό από την Ώλενα (έλα να μπαίνει ο ντόπιος πληθυσμός στο πνεύμα του Καλλικράτη). Πως το θέτεις θα μου πεις?

Θα σου πω, μη μου βιάζεσαι. Ο καθένας με το δικό του προσωπικό στυλ, το οποίο εξελίσσει στο πέρασμα του χρόνου, μη το κάνουμε και μανιέρα, μπας και αγγίξει λίγο περισσότερο το κοινό του. Ποιο κοινό δηλαδή, που η συζήτηση είναι παραγωγή χαμηλού προϋπολογισμού. Δύο παίζουν, δυο παρακολουθούν. Οι ίδιοι δύο σε ρόλους διπλούς.

Δύσκολο έργο που λέτε η Συζήτηση, εξ' ου και ο τίτλος. Δε το έχετε παρατηρήσει? Όλα τα αναγνώσματα επιπέδου, τέτοιους τίτλους έχουν, η Άγνοια, η Ταυτότητα, η Δίκη και πάει λέγοντας. Δύσκολο έργο, με μακρόσυρτες παύσεις, αμήχανες σιωπές, νευρικές κινήσεις (gro plan στα δάχτυλα που σχηματίζουν όλα τα είδη ναυτικών κόμπων με καταιγιστικό ρυθμό), μια κουβέντα τώρα, μια μετά από κανά τέταρτο και τι κουβέντα δηλαδή, αυτιστικού που προσπαθεί να εκφραστεί. Αγγελοπουλικό έργο, πρέπει να το δεις άμα θες να λέγεσαι σινεφίλ, αλλά σου πέφτει κομματάκι βαρύ.

Όπως κάθε ποιοτική παραγωγή που σέβεται τον εαυτό της, η Συζήτηση έχει συνήθως στενάχωρο τέλος. Αλλιώς θα γυρίζαμε γλυκανάλατη κομεντί, που τι να λέμε τώρα και σε καλλιτεχνική αξία υστερεί και δεν είναι του στυλ μας γιατί είμαστε και του ποιοτικού. Το τέλος λοιπόν της συζήτησης, ανάλογα και με τους πρωταγωνιστές βέβαια, έχει διάφορες ενδιαφέρουσες παραλλαγές του τύπου, έχεις το πακέτο, αλλά δεν είναι το πάμε πακέτο, μα το φάγαμε πακέτο. Κάπου εκεί είναι που ο καθένας παίρνει το πακέτο του και τραβάει το δρόμο του, να ετοιμάσει το ρόλο του για την επόμενη παραγωγή, με την ελπίδα να είναι λίγο πιο μεγαλόπνοη και με συνέχειες!

Ένα μικρό πλεονέκτημα... ή μήπως μειονέκτημα?

Πρόσφατα ένας φίλος, μου έλεγε ότι το να ζεις σε μια μικρή πόλη έχει ένα πλεονέκτημα και ένα μειονέκτημα. Το πλεονέκτημα είναι ότι είναι μικρή. Το μειονέκτημα είναι... ότι είναι μικρή. Όχι δε φταίει ο δαίμονας του blogger, ούτε πίναμε ούζα όταν κάναμε αυτή τη συζήτηση. Θα σας τα κάνω λιανά και θα το πιάσετε το νόημα.

Τη μέρα εκείνη που λέτε ξύπνησα το πρωί και στα επτά λεπτά που κάνω να πάω από το σπίτι στο γραφείο με τα πόδια, αντάλλαξα επτά καλημέρες. Καταρχήν ναι, κάνω επτά λεπτά με το ρολόι ούτε έξι, ούτε οκτώ, επτά ακριβώς. Όσοι βασανίζεστε σε ατελείωτες μετακινήσεις στην πόλη, τώρα μπορείτε να ζηλέψετε ελεύθερα. Και επίσης ναι, ο ρυθμός καλημερίσματος ήταν μια καλημέρα ανά λεπτό, απλά μαθηματικά. Επτά χαμογελαστοί λόγοι να ξεκινήσεις τη μέρα σου καλά. Ένας ακόμα ήταν, ότι λίγο πριν φτάσω στο γραφείο συνάντησα ένα όμορφο αγόρι από αυτά, ξέρετε εσείς, που έχω αναφέρει σε παλιότερα post. Ένα ωραίο χαμόγελο λοιπόν, ήταν το κερασάκι στην τούρτα με τις επτά καλημέρες και ένα ισχυρό όπλο υπέρ της ζωής στην μικρή πόλη.

Η μέρα κύλησε ευχάριστα μέχρι το απόγευμα, που έχοντας κάνει μερικές δουλίτσες στο σπίτι είπα να πεταχτώ στο supermarket της γειτονιάς, να κάνω τα ψώνια μου σαν καλή, λέμε τώρα, νοικοκυρά. Διαπραγματεύομαι λοιπόν με τον εαυτό μου αν θα ντυθώ σαν άνθρωπος ή θα βγω με τα ρούχα εργασίας, βλέπε φόρμα και ξεχειλωμένη μπλούζα. Τη διαπραγματευτική διαμάχη μεταξύ της Coco, της Channel ντε και του λέτσου, την κερδίζει ο λέτσος και το πανηγυρίζει δεόντως. Γιατί χωρίς να θέλω να το παινευτώ, στο 99% των περιπτώσεων που βγαίνω από το σπίτι, λέω στον καθρέφτη φεύγοντας, φτου σου Coco παιδί μου και ο λέτσος είναι ο μόνιμα χαμένος.

Έλα όμως που η μικρή πόλη είναι πολύ μικρή και ο όμορφος του πρωινού ψωνίζει στο ίδιο supermarket. Και είναι ο άτιμος καλοβαλμένος, με το πουκαμισάκι του καλοσιδερωμένο, με τη βερμουδίτσα του και εσύ είσαι σαν...ποιος άπλωσε τα ρούχα στην ταράτσα! Και θέλεις να ανοίξει ο διάδρομος του supermarket να σε καταπιεί. Και το supermarket στη μικρή γειτονιά, της μικρής πόλης δεν είναι και ο Βασιλόπουλος με τα τρία υπόγεια πάρκινγκ. Είναι λίγα τα ράφια, που να πας να κρυφτείς. Ένα γάλα να σηκώσει από κάτω σε βρίσκει. Γεμίζεις το καλάθι σου άρον άρον και η μεγαλύτερη επιθυμία σου εκείνη την ώρα είναι να μη τον συναντήσεις στην ουρά για το ταμείο.

Έλα όμως που έτσι είναι η ζωή στη μικρή μας πόλη. Αν το πρωί χαίρεσαι που είναι μικρή, το βράδυ μπορεί να καταριέσαι για τον ίδιο ακριβώς λόγο.