Που θα πάμε σήμερα?

Κανονικά θα έπρεπε να γράψω με ποια κριτήρια διαλέγουμε να δούμε μια ταινία που είναι και παραγγελιά, αλλά το θέμα δεν έχει ωριμάσει μέσα μου ακόμα οπότε θέλετε δε θέλετε θα μάθετε πως διαλέγουμε στέκια. Που λέτε λοιπόν κάθε φορά που είναι να βγούμε, για καφέ, για ποτό, για φαγητό, δεν έχει σημασία το είδος της εξόδου, πέφτουν στο τραπέζι οι ιδέες. Μέρη που έχουμε δει, μέρη για τα οποία έχουμε ακούσει ή διαβάσει περνάνε την ιερά εξέταση. Ε στο 90% των περιπτώσεων καταλήγουμε στις κλασικές δοκιμασμένες συνταγές και οι υπόλοιποι υποψήφιοι καίγονται στην πυρά.

Δεδομένου ότι θεωρώ τον εαυτό μου ανοιχτό σε προτάσεις, αλλαγές, δοκιμές και τα σχετικά δε μπορώ παρά να αναρωτηθώ τι είναι αυτό που με κάνει να επιμένω σε πέντε (πέντε - έξι δε θα τα χαλάσουμε τώρα στην αριθμητική) στάνταρ επιλογές. Υποθέτω ότι αν το δούμε από την πλευρά της ψυχανάλυσης θα έχει σχέση με την ανάγκη του ανθρώπου για σταθερότητα, για περιβάλλοντα οικεία, για ασφάλεια και λοιπά και λοιπά.

Όμως γιατί "Πάροδος" και όχι "Νότος", γιατί "Bararara" και όχι "Cibo", γιατί "Ναύτικο" και όχι "Πυξίδα". Θα μου πείτε αναφέρεις επιλογές που δε μας λένε τίποτα. Για κάποιους λένε, για τους υπόλοιπους εξηγώ ότι είναι μέρη παρόμοια μεταξύ τους σε θέματα αισθητικής, μουσικής, περιβάλλοντα χώρου και αυτό το αναφέρω γιατί σίγουρα τα παραπάνω είναι βασικά κριτήρια για την επιλογή. Αν δε τη βρίσκεις με αυτά γίνεται αυτόματη εξαίρεση από τη λίστα. Δε γίνεται να ακούς σκυλάδικα και να πας στο jazz bar, ούτε να είσαι χορτοφάγος και να τρέχεις στη χασαποταβέρνα

Επανέρχομαι λοιπόν, αφού θεμελιώσαμε το πρώτο και πολύ βασικό κριτήριο, το μέρος να είναι του γούστου σου. Πως γίνεται το τελικό ξεκαθάρισμα? Νομίζω το κάνουν οι άνθρωποι, αυτοί που το έχουν, αυτοί που δουλεύουν, αυτοί που συχνάζουν. Οι άνθρωποι φτιάχνουν την ατμόσφαιρα και μόνο όταν νιώθεις συμβατός με αυτή μπορείς να ενσωματωθείς σε ένα χώρο και να νιώσεις αυτά τα ψυχαναλυτικά που λέγαμε παραπάνω. Αν ρωτάτε, θέλω ατμόσφαιρα με χαμόγελα, ευγένεια και καλή διάθεση.

Σύστημα ανίχνευσης νέων γνωριμιών

Σε ένα σύστημα ανίχνευσης επιθέσεων (IDS για τους γνώστες), που χρησιμοποιείται για την ασφάλεια των δικτύων υπάρχουν τέσσερα σενάρια ενημέρωσης και προστασίας. Τα false positives όταν αναγνωρίζονται σαν κίνδυνοι γεγονότα που δεν αποτελούν απειλή. Τα false negatives όταν δεν επισημαίνονται πραγματικές επιθέσεις. Τα true positives, περιπτώσεις πραγματικών απειλών που ανιχνεύονται και τέλος τα true negatives, περιπτώσεις που δεν επισημαίνονται γεγονότα που όντως δεν είναι απειλητικά για την ασφάλεια ενός δικτύου.

Τώρα θα νομίζετε ότι έχω σαλτάρει και μπέρδεψα το blog με πλατφόρμα e-learning, αλλά έχω κάνει συνειρμό, περιμένετε! Αντίστοιχα λοιπόν με το IDS λειτουργεί και ένας άνθρωπος σε μια νέα γνωριμία. Θα γίνω πιο σαφής μπας και καταλάβετε. Όταν γνωρίζουμε ένα καινούργιο άνθρωπο τέσσερα πράγματα μπορεί να συμβούν. Να τον αντιπαθήσουμε και να έχουμε κάνει λάθος εκτίμηση γιατί στην πορεία αποδεικνύεται διαμάντι (false positive), να τον συμπαθήσουμε και να μας βγει καθίκι του κερατά (false negative), να μας φανεί κωλόπαιδο και όντως να είναι (true positives) και τέλος να φαίνεται και να είναι ωραίος τύπος (true negaive).

Τα IDS που λέτε, ανάλογα με τον τρόπο υλοποίησης είτε αναγνωρίζουν περισσότερες απειλές με τίμημα πολλά false positives (όλη την ώρα παράγονται ειδοποιήσεις για "νόμιμες" δραστηριότητες), είτε είναι ελαστικά και αφήνουν ελεύθερες τις καλές ενέργειες με κίνδυνο όμως να αλωνίζουν περισσότεροι εισβολείς. Το ίδιο και οι άνθρωποι. Ανάλογα με το χαρακτήρα τους είναι πιο επιφυλακτικοί στις νέες συναναστροφές με αποτέλεσμα να απορρίπτουν γνωριμίες με καλές προοπτικές εξέλιξης (για να μη σκεφτείτε μόνο πονηρά εννοώ σε όλα τα επίπεδα φιλικό, επαγγελματικό και ερωτικό βέβαια) ή πιο παρορμητικοί με συνέπεια να την πατάνε ευκολότερα.

Τι πολιτική θα ακολουθήσει ο καθένας είναι θέμα προτεραιοτήτων. Όπως και στην ασφάλεια δικτύων τα βάζεις κάτω και ανάλογα με την περίπτωση αποφασίζεις τι είναι πιο σημαντικό, η απόλυτη προστασία ή η ανεμπόδιστη επικοινωνία. Ευτυχώς πάντα υπάρχουν μοντέλα υβριδικά.

Ποιος θα σώσει τον κόσμο?

Όταν ήμουν μικρή ήθελα να σώσω τον κόσμο. Όχι ο αγαπημένος μου ήρωας δεν ήταν ο Superman. Ο Οδυσσέας ήταν (ναι ο γνωστός ο πολυμήχανος, καλά καταλάβατε), αλλά αυτό αποτελεί αντικείμενο άλλου post καθώς και αρκετών ωρών ψυχανάλυσης. Ίσως ούτε ακριβώς να τον σώσω ήθελα. Πιο πολύ να τον αλλάξω, να τον κάνω καλύτερο. Σιγά το πρωτότυπο θα μου πείτε, όλα τα παιδιά το ίδιο ήθελαν και πάντα θα θέλουν, ευτυχώς, να κάνουν. Μεγαλώνοντας, άλλαξα πλάνα, είπα να σώσω τον εαυτό μου. Ουσιαστικά και αυτόν να τον κάνω καλύτερο, θέλησα, ή πιο σωστά να είναι και να περνάει καλύτερα. Για να είμαστε ειλικρινείς αυτό είναι σχέδιο με μακροπρόθεσμη προοπτική, αμφίβολα αποτελέσματα και συνεχή εξέλιξη.

Τον τελευταίο καιρό όμως, με την οικονομική κρίση και τη χώρα να πηγαίνει κατά διαόλου, μ' έπιασε καταρχήν ένα άγχος και κατά δεύτερο επανήλθε το σύνδρομο του σούπερ ήρωα. Ένα, ένα όμως. Το άγχος μ' έπιασε εξαιτίας όλου αυτού του κλίματος αβεβαιότητας (μη βρεθούμε σαν τις ρωσίδες μετά την πτώση του κομμουνισμού και όχι τίποτα άλλο, δεν έχουμε τα αντίστοιχα προσόντα για σχετική καριέρα) και απαισιοδοξίας αλλά και λόγω του αισθήματος κοινωνικής ευθύνης που με διακατέχει ως άνθρωπο. Γιατί λέω, σίγουρα οι εκεί πάνω τα κάνανε σκατά, αλλά δε μπορεί κάτι κάναμε λάθος και εμείς οι κάτω, ο καθένας προσωπικά.

Και κάπου εδώ ξανάρχεται ο σούπερ ήρωας να αναρωτηθεί τι πρέπει να γίνει μπας και σώσουμε τη χώρα, τον κόσμο και ότι άλλο είναι να σωθεί. Δε σας κρύβω προβληματίστηκα και σίγουρη ακόμα δεν είμαι για τα συμπεράσματα που έβγαλα. Πάλι στον εαυτό μου κατέληξα όμως. Όχι, δεν εννοώ να σώσει ο καθένας το τομάρι του. Αυτό που νομίζω μπορώ και πρέπει να κάνω είναι να συνεχίσω να δουλεύω πάνω στο project "Καλύτερος Εαυτός". Μου φαίνεται ότι αν ο καθένας μας φτιάξει από μόνος του έναν καλύτερο άνθρωπο, υπάρχει μια ελπίδα να σώσουμε τον κόσμο.

Η χημεία των ελαττωμάτων

Έχω μια θεωρία, σαν αυτές της μουρλής της Ράνιας από τους Singles. Για να πω την αλήθεια πολλές θεωρίες έχω, προϊόντα όλες της βαθιάς εμπειρίας που μου εξασφαλίζουν τα 26 και κάτι χρόνια που υπάρχω σε αυτόν τον κόσμο. Αλλά τώρα θα σας αναπτύξω τη θεωρία μου σχετικά με τους φίλους και τα ελαττώματά τους.

Όλοι οι άνθρωποι έχουμε κουσούρια (παρατηρείτε το πρώτο πληθυντικό της αυτογνωσίας ε?), αυτό είναι γεγονός τελειωμένο. Τι είναι όμως αυτό που μας κάνει να ανεχόμαστε τα κουσούρια κάποιων και να τους κάνουμε την τιμή να τους θεωρούμε φίλους μας και δίπλα σε άλλους να μη μπορούμε να σταθούμε ούτε δευτερόλεπτο?

Σύμφωνα λοιπόν με τη θεωρία μου, όλα είναι θέμα συμβατότητας. Πώς να το πω? Σαν εξουδετέρωση ένα πράγμα. Πρέπει να βρεις το σωστό συνδυασμό. Να βρεις στον άλλο εκείνα τα κουσούρια, που ενώ τα εντοπίζεις, μπορείς να τα αποδεχθείς και να μη τα βρίσκεις ιδιαίτερα ενοχλητικά και το ίδιο να συμβεί και σε αυτόν.

Όλο αυτό εύκολη διαδικασία δεν είναι. Προϋποθέτει να ξεπεράσεις τον πρώτο ενθουσιασμό μιας γνωριμίας και να δεις πέρα από τα θετικά που συνήθως είναι προφανή. Να αναγνωρίσεις τα ελαττώματα του άλλου (εννοείται ότι μια στοιχειώδη αυτογνωσία για τη δική σου την καμπούρα την έχεις) και να ζυγίσεις άμα μπορείς να τα αποδεχθείς, αν σε συνδυασμό με τα δικά σου προκαλείται εξουδετέρωση ή έκρηξη.

Το αξιοθαύμαστο σε όλη αυτή τη διαδικασία είναι ότι πράγματα που για κάποιον είναι φοβερά και ανυπόφορα, για άλλον είναι ανεπαίσθητα. Και κάπως έτσι κολλάνε οι άνθρωποι μεταξύ τους, σαν τα μόρια, λες και όλα είναι θέμα φυσικής και χημείας.

Καλό και κακό σινεμά

Πήγα που λέτε προχτές να δω τις "Επικίνδυνες Μαγειρικές", την ταινιούλα με την Κάτια, το Χωραφά και το Μαρκουλάκη. Ήξερα πριν πάω ότι δε πρόκειται να δω κανένα αριστούργημα της έβδομης τέχνης. Είπα δε βαριέσαι θα περάσω δυο ωρίτσες ευχάριστα και ελαφρά, το πολύ πολύ να μου ανοίξει και η όρεξη.

Η όρεξη μου κόπηκε με συνοπτικές διαδικασίες. Μια ταινία γυρισμένη καλοκαίρι στην Αθήνα, με μια πανέμορφη πρωταγωνίστρια και δυο άκρως γοητευτικούς πρωταγωνιστές, με δυο σούπερ ντιζαϊνάτα διαμερίσματα στο κέντρο και μια απίστευτη, τουλάχιστον στο μάτι, γευστική ποικιλία περίμενες να είναι το λιγότερο σα καλογυαλισμένη καρτ-ποστάλ από εξωτική παραλία, από αυτές που σε κάνουν να φαντασιώνεσαι pina colada και τόνους αντηλιακό.

Τζίφος! Επί μιάμιση ώρα μπροστά από τα μάτια μου τρεις όμορφοι άνθρωποι έκαναν σεξ και έτρωγαν ότι μπορεί να επιθυμήσει ανθρώπινος ουρανίσκος και γω που είμαι απίστευτη λιγουρίτσα και με τα δυο, δε λιγούρεψα τίποτα, καθόλου, ούτε ένα γουργούρισμα, ούτε τόση δα επιθυμία. Η μόνη διάθεση με την οποία μπόρεσα να αντιμετωπίσω την ταινία, ήταν η χιουμοριστική και αυτό για να μην κλαίω μετά τα 9 ευρώ και τη μιάμιση ώρα που έχασα.

Κάτι τέτοια βλέπει λοιπόν ο φτωχός Έλληνας σινεφίλ και έρχεται και ανάγει ταινίες σαν τον "Κυνόδοντα" του Λάνθιμου σε αριστουργήματα Και ναι βρε παιδιά με όλα του τα μειονεκτήματα ο "Κυνόδοντας" κερδίζει με το σπαθί του το δικαίωμα να λέγεται ταινία, να λέγεται τέχνη. Από το πρώτο λεπτό σε τσιγκλάει, σε κάνει να σκέφτεσαι ότι κάτι τρέχει. Με μια σκηνοθεσία λιτή σα λευκή πορσελάνη και με ένα σενάριο που σου βγάζει τη γλώσσα, σε κάνει να περνάς από την περιέργεια, στο γέλιο και από κει στην απέχθεια και τον εκνευρισμό.

Ναι ο "Κυνόδοντας" μου προκάλεσε αποστροφή και νεύρα. Έφυγα και σκεφτόμουν, ωραία το είδα και αυτό, μου χάλασε η διάθεση και τι έγινε, που το πήγαινε ο ποιητής? Και την άλλη μέρα το ξανασκέφτηκα και την παράλλη επίσης. Και μια μέρα άσχετη, την πήρα την απάντηση που έψαχνα.

Η απάντηση μου στα ερωτηματικά που μου άφησε ο "Κυνόδοντας" δεν είναι του παρόντος. Του παρόντος είναι όμως ότι υπάρχει καλό και κακό σινεμά. Και καλό κατά τη γνώμη μου είναι εκείνο που θα σε κάνει να νιώσεις (δεν έχει σημασία τι), να προβληματιστείς, η απλά να περάσεις καλά, να το χαρείς. Οι "Επικίνδυνες Μαγειρικές" ήταν κακό σινεμά.

Υψηλή δημοσιογραφία

Έχει πέσει ποτέ στα χέρια σας, ένθετο επαρχιακής εφημερίδας? Δε μπορεί όσοι ζείτε στην περιφέρεια όλο και κάποιο κυριακάτικο αφιέρωμα σε γάμο, βάπτιση και λοιπά κοινωνικά δρώμενα θα έχετε μπει στον πειρασμό να διαβάσετε. Ψάχνω να βρω λόγια να σας μεταφέρω τη γλαφυρότητα των περιγραφών, τη συγγραφική δεινότητα του εκάστοτε γράφοντος αλλά ποτέ δεν ήμουν εξαιρετική στις σχολικές εκθέσεις με τα κοσμητικά επίθετα κολαούζους δίπλα από κάθε λεξούλα. Για το λόγο αυτό θα δανειστώ φράσεις από τα πρωτότυπα!

"Δείχνει τόσο μικρή, όμως έχει τη δύναμη μιας ώριμης γυναίκας, τόσο στο επάγγελμα της που το εξασκεί μπλα μπλα όσο και τώρα που είπε ένα ειλικρινές και ενθουσιώδες μέσα της ναι όταν δέχθηκε την πρόταση - πρόκληση ζωής για κείνη μπλα μπλα". Δεν πρόκειται παρά για ένα μικρό απόσπασμα ολοσέλιδου άρθρου με έξτρα φωτογραφικό αφιέρωμα. Να σας ενημερώσω ότι ο γράφων συνεχίζει στο ίδιος ύφος ολόκληρο το κείμενο, που με το συμπάθιο σα μεγάλο το λες. Λεπτομέρεια στις περιγραφές, πλήρη βιογραφικά στοιχεία όλων των μελών της οικογένειας, ακριβείς πληροφορίες για το είδος της τούρτας, το μήκος του νυφικού, το ύφος της πεθεράς.

Ξεκινάς λοιπόν το διαβάζεις και ένα πλήθος διαφορετικών συναισθημάτων σε πλημμυρίζει. Στην αρχή απορία, μα καλά που ξέρει δηλαδή ο γράφων ότι το ναι ήταν ενθουσιώδες και κυρίως ειλικρινές? Μετά γέλωτα, το αντιμετωπίζεις με χιούμορ γιατί λες δε μπορεί πλάκα μας κάνει ο άνθρωπος. Κάπου στη μέση έχεις αρχίσει να βαριέσαι και το διαβάζεις με τη διαγώνια μέθοδο, έτσι κι αλλιώς τα επίθετα εντυπωσιακός, συγκινητικός, πανέμορφη και λοιπά και λοιπά θα έχει και παρακάτω. Προς το τέλος αισθάνεσαι ντροπή. Σας έχει τύχει, να λέει ή να κάνει κάποιος άλλος τη βλακεία (χωρίς να μπορεί να τη συναισθανθεί φυσικά) και να ντρέπεστε εσείς για λογαριασμό του? Ε αυτό παθαίνω, ντρέπομαι για λογαριασμό του "δημοσιογράφου", για λογαριασμό των πρωταγωνιστών τις ιστορίας (που μεταξύ μας μάλλον περήφανα τη διαβάζουν), για τους υπόλοιπους ταλαίπωρους αναγνώστες.

Έχω και άλλα να πω αλλά πρέπει να σας αφήσω γιατί "Εκεί δακρύσαμε όλοι από τη συγκίνηση". Πάω να προτείνω σε αυτούς τους άσχετους που δίνουν τα pulitzer, μια σοβαρή υποψηφιότητα