Ο Χωμενίδης μας ξεβράκωσε!

Θέλω εδώ και μέρες να γράψω στο blog αλλά μια οι γιορτές, μια το internet που τα φτύνει, μια ο καλοκαιρινός καιρός εν μέσω Χριστουγέννων που δε σε κρατάει μέσα, το 'χω αμελήσει. Θέλω να γράψω για ένα άρθρο που διάβασα στο protagon.gr.

Καταρχήν να σας πω για το ίδιο το protagon.gr. Είναι, ας πούμε, το site του Σταύρου Θεοδωράκη, του γνωστού δημοσιογράφου με τους "Πρωταγωνιστές" και τις υπόλοιπες πάντα ενδιαφέρουσες δημοσιογραφικές ασχολίες. Έχει μαζέψει ο κ. Θεοδωράκης κάμποσους δημοσιογράφους και μη και έχει φτιάξει ότι πιο ενδιαφέρον έχω συναντήσει στο διαδίκτυο τον τελευταίο καιρό. Ενδιαφέρον από την άποψη του τι γράφεται και πως.

Διάβασα λοιπόν εκεί πριν καμιά βδομάδα το άρθρο του Χρήστου Χωμενίδη, "Τους ζυγούς λύσατε, τα κορίτσια φιλήσατε!". Το διάβασα το άρθρο, χάζεψα με κάτι άλλο, μετά το ξαναδιάβασα, το ανάρτησα στο facebook να το διαβάσει και κανένας άλλος, μετά το ξαναδιάβασα. Μη τα πολυλογώ, κόλλησα άσχημα και όχι μόνο γιατί ο τύπος γράφει εξαιρετικά (αυτό το επιβεβαίωσα μερικές μέρες μετά που διάβασα μονορούφι το βιβλίο του "Υπερσυντέλικος").

Πολύ χοντρικά, το άρθρο μιλούσε για σχέσεις, ανθρώπινες και κυρίως ερωτικές. Να σας το πω απλά? Ο Χωμενίδης μας ξεβράκωσε Όλους. Δεσμευμένους, ελεύθερους, όλους. Έκανε τις δικαιολογίες μας θρύψαλα. Είπε ότι κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας και έχουμε καταλήξει μόνοι μας (ή ακόμα χειρότερα μόνοι μας ενώ έχουμε παρέα), πρώτα χωρίς sex και μετά χωρίς αγάπη. Διαβάστε το και μη μου πείτε ότι κάπου δεν αναγνωρίζετε τον εαυτό σας.

Εγώ είπα να κάνω το άρθρο μπαϊράκι και ότι βγει. Και άμα ξεχνιέμαι να το ξαναδιαβάζω για να θυμάμαι.

Ένα βράδυ στη Μονμάρτη

Όταν είσαι στο Παρίσι βλέπεις την Sacre-Coeur σχεδόν από παντού. Είναι αυτό το επιβλητικό λευκό, είναι που βρίσκεται πάνω στο λόφο της Μονμάρτης, είναι κάτι τελοσπάντων που σε κάνει όλη την ώρα να γυρνάς το κεφάλι και να την ψάχνεις στον ορίζοντα. Στο πρόγραμμα του ταξιδιού μας, το αναλυτικό και περιεκτικό που προετοίμαζα μέρες πριν φθάσουμε και για το οποίο δέχθηκα πολλά πειράγματα, η επίσκεψη στη Μονμάρτη και τη Sacre-Coeur ήταν το τελευταίο πρωινό της διαμονής μας. Ένα βραδάκι όμως 2-3 μέρες νωρίτερα η ακούραστη περιπλάνηση στην πόλη, μας οδήγησε στους πρόποδες του λόφου, οπότε μοιραία επιβιβαστήκαμε στο τελεφερίκ που σε ανεβάζει στην "Ιερή Καρδιά".

Η ώρα πρέπει να ήταν εννιάμισι με δέκα, η ατμόσφαιρα υγρή κάπως βαριά από ένα γκρι-ροζ σύννεφο ομίχλης και οι πρώτες στάλες βροχής που άρχισαν να πέφτουν μας έσπρωξαν στο εσωτερικό της εκκλησίας. Εκεί μας περίμενε μια έκπληξη, μιας και βρεθήκαμε εν μέσω μιας καθολικής λειτουργίας. Γύρω στις δεκαπέντε καλόγριες ντυμένες με τα λευκά τους ράσα, πήγα να γράψω έψελναν, αλλά ο όρος που αποδίδει καλύτερα αυτό που ακούσαμε ήταν τραγουδούσαν, τόσο όμορφα που καθίσαμε και οι τρεις στα στασίδια χωρίς δεύτερη σκέψη.

Η λειτουργία κράτησε περίπου μια ώρα, στη διάρκεια της οποίας λεπτό δε σκεφτήκαμε να φύγουμε. Καθόμασταν ήσυχα, σεβαστικά και αφοσιωμένα, τόσο που σκεφτόμουν ότι αν με έβλεπε η μάνα μου, που καημό το 'χει να ανάβω και κανένα κεράκι που και που, θα 'λεγε παιδάκι μου εσύ ούτε απ' έξω δεν περνάς από εκκλησία, τι σου συμβαίνει τώρα. Δεν ξέρω τι συνέβαινε, αλλά ήταν τόσο μαγικό και απόκοσμο που μόλις τελείωσε η Όλυ ζήτησε λίγο ακόμα, για την ακρίβεια είπε "Θα ξαναβγούν? Γιατί αν ξαναβγούν να περιμένουμε". Η αλήθεια είναι ότι γελάσαμε και ξεφύγαμε από την κατανυκτική ατμόσφαιρα, μιας και δεν είχαμε ποτέ σκεφτεί ότι θα ζητάμε encore από μια λειτουργία!

Εκείνη η βραδιά ήταν για μας αυτή η ξεχωριστή εμπειρία που περιμένεις να ζήσεις σε ένα ταξίδι αλλά ποτέ δεν ξέρεις σίγουρα, πότε και αν θα συμβεί. Που δε διαβάζεις σε κανένα ταξιδιωτικό οδηγό και δε μπορείς να συμπεριλάβεις σε κανένα πρόγραμμα.

Οι φωτογραφίες είναι τραβηγμένες από την Όλυ εκείνη τη βραδιά και ελπίζω να αποδίδουν έστω και λίγο την ατμόσφαιρά της.

Παρά τρίχα

Την πρώτη φορά που παρακολούθησα προβολές ταινιών στα πλαίσια του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας για Παιδιά και Νέους, πήγαινα ακόμα σχολείο. Ήταν η χρονιά που το Φεστιβάλ ξεκινούσε, οι καταλήψεις έδιναν και έπαιρναν και εγώ είχα πολύ ελεύθερο χρόνο. Ούτε που θυμάμαι πόσες ώρες πέρασα τότε στο θέατρο Απόλλων, που είχε μετατραπεί σε σκοτεινή αίθουσα για χάρη του φεστιβάλ. Ούτε πόσες ταινίες είδα θυμάμαι, αν και έχω ακόμα στο μυαλό μου εικόνες από αυτές.

Από τότε πέρασαν 12 χρόνια, κάποια από αυτά μου δόθηκε η ευκαιρία να βρεθώ στο φεστιβάλ, κάποια άλλα όχι. Την προηγούμενη εβδομάδα ήμουν ξανά εκεί και κατάφερα να παρακολουθήσω έξι μικρού μήκους ταινίες και μια μεγάλου. Κάθε μια είχε την ομορφιά της, το μήνυμά της, το δόσιμο του δημιουργού της. Έχοντας πάρει μια απόσταση από τις προβολές, μπορώ να πω με σιγουριά ποια με άγγιξε περισσότερο .

Η μικρού μήκους ταινία μυθοπλασίας του Ολλανδού Jochem de Vries "Παρά τρίχα". Η ιστορία απλή. Ένα επτάχρονο κοριτσάκι χάνει την πρώτη σχολική εκδρομή του, μιας και αυτός ο συνηθισμένος τρόπος μεταφοράς στο σχολείο, δεν είναι εύκολη υπόθεση για τη μητέρα του. Η μικρή που έπαιζε το ρόλο με τις λίγες κουβέντες της και την εκφραστικότητα του προσώπου της, με έκανε να θυμηθώ πόσο σημαντικά είναι κάποια πράγματα στα μάτια ενός μικρού παιδιού και πόσο εύκολα τα παραβλέπουν οι ενήλικες. Και με έκανε να αναρωτηθώ ακόμα αν ένα σχετικά ασήμαντο περιστατικό σαν αυτό μπορεί να επηρρεάσει τόσο έντονα την ψυχολογία ενός παιδιού, πόσο καθοριστική μπορεί να είναι η επίδραση άλλων καταστάσεων και συμπεριφορών.

Τα Χριστούγεννα και το σπίτι της Barbie

Αν και βαριέμαι τα Χριστουγεννιάτικα τύπου ένα ελαφάκι για τον Κωστάκη, Άγιε μου Βασίλη ήμουνα καλό παιδί φέρε κάτι και σε μένα, θα μπω στο κλίμα των ημερών και θα πω τη δική μου Χριστουγεννιάτικη ιστορία βγαλμένη κατευθείαν από τα παιδικά μου χρόνια.

Θα ξεκινήσω με μια μικρή εισαγωγή για να σας εξηγήσω τη φιλοσοφία του πατέρα μου σχετικά με τα παιχνίδια και τα δώρα. Σύμφωνα με αυτή λοιπόν καλό δώρο για ένα παιδί είναι μονάχα εκείνο που έχει εκπαιδευτικό χαρακτήρα. Στα πλαίσια αυτής της φιλοσοφίας τα δώρα που σχεδόν πάντα μας χάριζε ήταν βιβλία, επιτραπέζια, παιχνίδια με κατασκευές και πάει λέγοντας. Όχι ότι αυτά τα δώρα δεν μας άρεσαν και εμένα και της αδερφής μου, όμως σα κοριτσάκια που είμαστε τη θέλαμε και την κουκλίτσα μας πότε πότε και το μικρό μου πόνυ μη σας πω.

Κάποια Χριστούγεννα λοιπόν κάπου 20 χρόνια πριν, ο πατέρας μας αποφάσισε να ακολουθήσει δημοκρατικές διαδικασίες και να μας αφήσει να διαλέξουμε μόνες μας το δώρο μας για τις γιορτές. Η απόφαση πάρθηκε σύντομα και ομόφωνα. Θέλαμε το κουκλόσπιτο της Barbie! Να μη σας περιγράψω την ανυπομονησία μας μέχρι την ημέρα της αγοράς. Εκτός αν κανένας σας φύτρωσε, έχετε όλοι υπάρξει παιδιά και ξέρετε πως είναι αυτά.

Ξημέρωσε λοιπόν εκείνη η μέρα και μεις ντυθήκαμε και στολιστήκαμε να πάμε στο παιχνιδάδικο, μη πιστεύοντας ότι επιτέλους θα αποκτήσουμε το πολυπόθητο κουκλόσπιτο. Που να ξέραμε οι καημένες ότι η χαρά και η προσδοκία μας δε θα αργούσε να μετατραπεί σε τεράστια απογοήτευση. Όχι δεν είχε εξαντληθεί το κουκλόσπιτο, απλά δίπλα σε αυτό υπήρχε το σπίτι των playmobil, το οποίο το συνέδεες μόνος σου κομμάτι, κομμάτι. Μόλις το είδε ο πατέρας μου ξύπνησε μέσα του ο μηχανικός (δεν κοιμάται και ποτέ εδώ που τα λέμε) και σε συνδυασμό με την φιλοσοφία που σας έλεγα περί εκπαιδευτικών παιχνιδιών είδε σε αυτό το τέλειο δώρο.

Το βράδυ των Χριστουγέννων το περάσαμε συναρμολογώντας το σπίτι των playmobil. Δε λέω μια χαρά σπίτι ήταν, βίλα με τα όλα της, ακόμα και σήμερα όμως θυμόμαστε πόσο θέλαμε το σπίτι της Barbie που ποτέ δεν πήραμε!

Ο Van Gogh και ο Kafka

Μετά το τελευταίο μου ταξίδι στο Παρίσι και την επίσκεψη σε τρία σπουδαία μουσεία (το Λούβρο, το Ορσέ και το Πομπιντού) θέλησα πολύ να διαβάσω για την Ιστορία της Τέχνης. Ήταν μάλλον ο τρόπος που τα τρία αυτά μουσεία σε ταξίδευαν στην εξέλιξη της τέχνης και ιδιαίτερα της ζωγραφικής που αγαπώ πολύ, που μου κίνησε το ενδιαφέρον.

Ψάχνοντας λοιπόν τη βιβλιοθήκη μου, ανακάλυψα ένα βιβλίο Ιστορίας της Τέχνης της αδερφής μου (η σχολή της αρχιτεκτονικής κάνει θαύματα σε μια βιβλιοθήκη). Πρόκειται για ένα τρομερά καλογραμμένο βιβλίο (αυτή τη στιγμή μου διαφεύγει ο συγγραφέας και δεν το έχω μπροστά μου), το οποίο ακόμα δεν έχω τελειώσει. Όμως δε γράφω αυτό το post ως βιβλιοκριτική, ούτε για να εκθειάσω το συγγραφέα. Το γράφω με αφορμή μια φράση του, που το νόημα της συνοψίζεται στο ότι την τέχνη τη νιώθουμε, δεν την αναλύουμε.

Σιγά τη διαπίστωση θα μου πείτε. Αυτό το ξέρουμε όλοι. Πόσοι όμως έχουμε αφεθεί να νιώσουμε μπροστά από ένα έργο τέχνης, χωρίς να μπούμε στον πειρασμό να το αναλύσουμε ή ακόμα χειρότερα να το προσπεράσουμε απλά μόλις το δούμε, το διαβάσουμε ή το ακούσουμε (συμπεριλαμβάνω την μουσική, την ποίηση, όλα τα είδη τέχνης τέλος πάντων για να μη σας μείνει η εντύπωση ότι αναφέρομαι μόνο στη ζωγραφική).

Όταν λοιπόν διάβαζα αυτή τη φράση και συνδύασα τις λέξεις τέχνη και συναίσθημα, δύο έργα μου ήρθαν στο μυαλό. Το ένα είναι μια αυτοπροσωπογραφία του Vincent Van Gogh που είδα στο Ορσέ και το άλλο "Η μεταμόρφωση" του Franz Kafka. Το ένα είναι πίνακας και το άλλο μυθιστόρημα. Και τα δύο όμως μου μεταφέρουν την αγωνία των δημιουργών τους, που για λόγους προσωπικούς νιώθω να συμμερίζομαι Οι αντιδράσεις που μου έχουν προκαλέσει και τα δύο είναι αντανακλαστικές, με βεβαιώνουν όμως πως έχω νιώσει την τέχνη. Μακάρι να μπορούσα με λέξεις να μεταφέρω κάτι περισσότερο από το συναίσθημα μου. Αντ' αυτού σας προτρέπω να ανατρέξετε σε δικές σας αντίστοιχες εμπειρίες και θα με νιώσετε.

Ο πίνακας στον οποίο αναφέρομαι είναι αυτός της φωτογραφίας και βρίσκεται στο Μουσείο Ορσέ στο Παρίσι

Οι οικογενειακές συγκεντρώσεις και το μπούτι του λαγού

Όσο πλησιάζουν οι γιορτές, τόσο πληθαίνουν εκείνες οι οικογενειακές συγκεντρώσεις που μαζεύουν ολόκληρη τη φαμίλια γύρω από ένα τραπέζι. Γιαγιάδες, θείοι, γονείς και οικογενειακοί φίλοι το cast. Δύο είδη σαλάτας, οχτώ διαφορετικά ορεκτικά, πέντε παραλλαγές για το κυρίως, τρία επιδόρπια και πολλά λίτρα κρασί το σκηνικό. Όσο για το σενάριο, τι να πεις για το σενάριο. Κλισέ όσο οι σειρές του Παπακαλιάτη, σουρεάλ σαν ταινία του Tim Burton και αστείο όπως ο ελληνικός κινηματογράφος του 60.

Ξεκινά με προφανείς διαπιστώσεις για το πόσο πάχυνες, αδυνάτισες, ψήλωσες, κόντυνες, παρασύρθηκα κόντυνες δε λένε ποτέ και αναμενόμενες ευχές για μια καλή δουλειά, ένα καλό γαμπρό ή νύφη ανά περίπτωση.

Συνεχίζονται με συζητήσεις περί ζαρζαβατικών. Είναι η ηλικία που γονείς, θείοι και λοιποί συγγενείς κοντά στη σύνταξη πια, έχουν ανακάλυψη τη χαρά της κηπουρικής. Ο καθένας έχει συνεισφέρει στο γιορτινό τραπέζι τον οβολό του, συγνώμη το λαχανικό του ήθελα να πω, οπότε το πόσα φύλλα έχει το μαρούλι του ενός παραπάνω από του άλλου μπορεί να αναχθεί σε μείζον θέμα.

Κάπου εδώ γίνονται εμφανείς οι πρώτες επιδράσεις τις οινοποσίας και το σενάριο παίρνει τη σουρεάλ τροπή που σας έλεγα παραπάνω. Είναι το σημείο με τις καλύτερες ατάκες, ασυνάρτητες μεταξύ τους, αλλά πραγματικά μαργαριτάρια. Δε το πιστεύετε? Ε διαβάστε διάλογο.

(θεία) "Πήρα λαγό για μαγείρεμα αύριο, μόνο το μπούτι όμως, 1 κιλό" και εκεί που αναρωτιέσαι ποιανού λαγού το μπούτι ζυγίζει 1 κιλό, ακούς (οικογενειακός φίλος) "Τι λαγός ήταν αυτός, συνταξιούχος?"

Μια καλή ατάκα χρειάζεται και ξεκινάει το ντόμινο, λες και κάνουν διαγωνισμό, ποιος θα πει τη μεγαλύτερη χαζομάρα. Και να σου τα γέλια και να σου οι χαρές, μέχρι να περάσουμε στα πολιτικά. Κάθε ελληνική οικογένεια που σέβεται τον εαυτό της θα κλείσει τη συνεστίαση με μια πολιτική συζήτηση. Θα πουν για το Γιωργάκη, τον Αντωνάκη, την Ντοριά (έτσι λέει η γιαγιά μου τη Ντόρα), με τα υποκοριστικά τους, λες και τους ξέρουν από χτες.

Και ξαφνικά, μετά από αρκετές ώρες, πολλά ποτήρια κρασί και περισσότερα γέλια, κάποιος θα σηκωθεί γιατί ήρθε η ώρα να φύγει (όχι γιατί έχει δουλειά, έτσι του ήρθε του χριστιανού). Τότε θα φύγουν όλοι, σε απόλυτο συγχρονισμό, σα να τους έχεις κουρδίσει. Και θα πέσουν οι τίτλοι τέλους...μέχρι την επόμενη φορά!




Το Παρίσι είναι ροζ

Όταν επιστρέφεις από ένα ταξίδι, ειδικά αν αυτό είναι στο εξωτερικό όλοι σε ρωτούν πως πέρασες τι είδες, τι σου έκανε εντύπωση. Και εσύ αναρωτιέσαι πως μπορείς να συνοψίσεις τόσες εμπειρίες, τόσα ερεθίσματα και τόσες εικόνες σε μερικές προτάσεις. Όσο και γλαφυρή να είναι η περιγραφή σου, όσες και φωτογραφίες να τράβηξες πως να μεταφέρεις την ατμόσφαιρα και το συναίσθημα. Αν και δε σταματώ να ψάχνω τα λόγια που θα ντύσουν τις ταξιδιωτικές μου εμπειρίες, έχω βρει τον δικό μου τρόπο να μεταφέρω την αίσθηση που μου αφήνει κάθε μια από αυτές χωρίς να πω πολλά.

Σύμφωνα με αυτόν λοιπόν, οι πόλεις που επισκέπτομαι αντιστοιχούν σε ένα χρώμα. Ναι σε ένα χρώμα. Από τα γνωστά, της ίριδας. Εντάξει όχι και όλες οι πόλεις. Βάζω χρώματα μόνο στις Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες (για λόγους οικονομίας, φοβάμαι μη τελειώσουν τα χρώματα και μετά πρέπει να βάλω το μπορντοκόκκινο της Μοιραράκη). Δε τα διαλέγω εγώ εδώ που τα λέμε, μόνα τους διαλέγουν τις πόλεις που τους ταιριάζουν. Στο δρόμο της επιστροφής λοιπόν, εκεί κάπου μεταξύ απογείωσης και σερβιρίσματος του εναέριου γεύματος έχει βγει το πόρισμα. Δεν έχετε απορία τι χρώμα έχουν οι πόλεις που έχω επισκεφτεί? Έχετε δεν έχετε εγώ θα το πω, τόση εισαγωγή έκανα.

Θα ξεκινήσω από το τέλος και θα σας πώ για το Παρίσι. Είναι ροζ! Η Ρώμη κίτρινη και η Μαδρίτη πράσινη. Έχω χρώμα και για την Αθήνα. Τώρα τελευταία τη διάλεξε, αλλά της ταίριαξε πολύ μου φαίνεται. Η Αθήνα λοιπόν είναι γαλάζια. Και το Λονδίνο πολύχρωμο. Δε φταίω, όλα τα χρώματα το ήθελαν και είπα να μη τα κακοκαρδίσω. Κάποιος που του ανέλυα τη θεωρία μου, μου είπε για το Βερολίνο, ότι είναι γκρι. Τόνισε βέβαια ότι είναι το πιο ενδιαφέρον γκρι που έχει δει, μάλλον γιατί ήξερε ότι δε το πολυσυμπαθώ το γκρι και μιας και δεν έχω πάει στο Βερολίνο δεν ήθελε να με προκαταλάβει αρνητικά.

Στο επόμενο ταξίδι σας σκεφτείτε το. Όχι στενόμυαλα γιατί τότε όλες οι πόλεις γκρι θα σας φανούν. Αφήστε λίγο το συναίσθημα να οδηγήσει τη σκέψη και θα με θυμηθείτε.

Το collage για αυτό το post, έγινε από την Ολυμπία (την αδερφή μου, για όσους δεν ξέρουν)

Ο καιρός και τα ζώδια

Δύο είναι οι αγαπημένες μου συζητήσεις. Ο καιρός και τα ζώδια. Μετά τα προηγούμενα post, περιμένατε να ακούσετε κάτι πιο σοβαρό ε? Θα σας απογοητεύσω όμως και θα συνεχίσω απτόητη.

Κάθε μέρα λοιπόν η ίδια κλισέ συζήτηση. "Βρέχει σήμερα". Ή "Τι λιακάδα, χαρά θεού!". Δε μονολογώ. Όχι εξηγούμαι για να μην παρεξηγούμαι Αυτ
ές τις φοβερές διαπιστώσεις τις κάνω σε συζήτηση με άλλους. Και τις κάνω με περίσσια σοβαρότητα και ας επισημαίνω το προφανές. Συνήθως παίρνω και απάντηση που καταλήγει συχνά σε διάλογο του τύπου, "Χάλια ο καιρός, δεν έχω διάθεση για τίποτα" ή "Τι ωραία μέρα, που μυαλό για δουλειά".

Το θέμα με τα ζώδια είναι εκτενέστερο και σαφέστατα πιο επιστημονικό. Ξεκινάει από την απλή ανάγνωση των προβλέψεων της ημέρας κάθε πρωί στα "Νεα" και καταλήγει σε βαρύγδουπες διαπιστώσεις για τους αναποφάσιστους ζυγούς, τα άτιμα λιονταράκια και τους βλαμμένους καρκίνους. Όταν δε, έχει εκπομπή η Άση (μη ρωτήσετε τώρα πια Άση, γιατί θα με εκνευρίσετε) στο σπίτι επικρατεί ευλαβική ησυχία.

Τι είναι όμως αυτό που κάνει σοβαρούς (δε θέλω γέλια) ενήλικες να ασχολούνται με πάθος με τέτοια αφελή θέματα? Μήπως εκείνες τις συμπεριφορές μας που δε μπορούμε να εξηγήσουμε, τις διαθέσεις που δε μπορούμε να αναλύσουμε ή που μπορούμε και να εξηγήσουμε και να αναλύσουμε αλλά δε θέλουμε, ψάχνουμε κάπου να φορτώσουμε?

Μια κουβέντα ραδιοφωνική

Άκουσα σήμερα την κουβέντα του Βασιλικού από τους Raining Pleasure με τη Ζακελίνα Κυρούση στο Πολιτεία Fm, με αφορμή το νέο του δίσκο Vintage που κυκλοφορεί σε λίγες μέρες. Είπε λίγες κουβέντες, τόσο λίγες που νομίζω έφερε τη Ζακελίνα σε αμηχανία και την έκανε να πολυλογήσει για να καλύψει τις σιωπές. Με ένα τρόπο όμως αυτές οι λίγες κουβέντες έλεγαν πολλά ("told me everything by saying nothing1"), τόσα πολλά που δυσκολεύομαι να τα βάλω κάτω, να βάλω από δίπλα τις σκέψεις μου (ή μήπως τα συναισθήματα μου;) και να γράψω αυτό το post. Σκόρπιες οι κουβέντες του Βασιλικού, σκόρπιες οι σημειώσεις του πάνω στα τραγούδια, σκόρπια θα 'ναι και τα δικά μου λόγια.

Αυτά που έγραψε όπως τα διάβασε η Ζακελίνα.
Για το κομμάτι "You are my destiny": "Στο φωνάζω, γεννήθηκα για να σε βρώ και μόλις άνοιξα τα μάτια χάθηκες" ("When I walked through pain and fear You would totally disappeear2").
Για το "Look of love": "Ξυπνάς κοιμάσαι και το βλέμμα που σε στοιχειώνει δε θες να σε αφήσει".


Ξέρετε τι είπε για την αγάπη; Δεν έχει αγαπήσει ... και δεν μπορεί. Τον έχετε ακούσει να τραγουδάει; Εμένα μου μοιάζει σα να κλαίει. Στο "You are my destiny" είναι σπαρακτικός. Κατά λάθος η Ζακελίνα ανέφερε την 14η Φεβρουαρίου αντί Δεκεμβρίου ως τη μέρα κυκλοφορίας του δίσκου. Αυτή η άθλια μέρα, ήταν η αντίδραση του.

Και για τη μοίρα. Πριν ακόμα γεννηθούμε, λέει, έχει καθοριστεί το ποιοι θα είμαστε. Μια προσπάθεια να εξηγήσουμε και περισσότερο να αποδεχτούμε αυτό που είμαστε, λέω εγώ.

Νομίζω ότι αυτά που σκέφτεται, φοβάται και προσπαθεί να εξηγήσει πρώτα μέσα από τις μουσικές του και μετά με τα λόγια του, είναι ίδια με αυτά που σκεφτόμαστε, φοβόμαστε και προσπαθούμε να εξηγήσουμε πολλοί ακόμα από εμάς. Όπως όλοι οι καλλιτέχνες όμως, έχει ένα αισθητήριο πιο ισχυρό και μια ευαισθησία μεγαλύτερη. Περιμένω την κυκλοφορία του δίσκου του, μήπως ακούγοντας τα τραγούδια του καταλάβω (ή καλύτερα νιώσω;) κάτι περισσότερο.

Υ.Γ. Αποφεύγω να ακούω μουσική με ελληνικούς στίχους από άμυνα. Οι στίχοι που μιλάνε στη γλώσσα σου σε αγγίζουν περισσότερο και σε στοιχειώνουν καμιά φορά. Το μόνο που καταφέρνω, μου φαίνεται, είναι να κολλάω με στίχους, απλά σε άλλη γλώσσα. Οι στίχοι στις παρενθέσεις από δυο κομμάτια, ένα που αγαπάω πολύ και ένα ακόμα που θέλω να σημαίνει κάτι.
1 "In a Manner of Speaking", Tuxedomoon και διασκευή από τους Nouvelle Vague
2 "Ghosts from the Past", Bang Gang

Ένα κύμμα που το λένε Nadeah

Περiμενα, πολύ ανυπόμονα είναι η αλήθεια, τα video από τη συναυλία των Nouvelle Vague στην Πάτρα. Ήθελα να μοιραστώ την ατμόσφαιρα με όσους δεν ήταν εκεί και ήμουν πολύ σίγουρη ότι τα λόγια είναι κάπως φτωχά. Και τόσο φτωχά τα έκανε η Nadeah, αυτή η απίστευτη perfomer της μπάντας. Αυτό το κορίτσι που ανέβηκε στη σκηνή ξυπόλητο, με μισοπιασμένα μαλλιά και ένα τόσο δα μικρό φόρεμα και έφερε τόση ενέργεια που σε έκανε να χοροπηδάς ασταμάτητα, να τραγουδάς τα λόγια ακόμα και όταν δεν τα ήξερες, να ξεχνάς πόσες ώρες στέκεσαι όρθιος... H Nadeah ήταν παντού. Πάνω στη σκηνή, κάτω από τη σκηνή, ένα με τη σκηνή. Τραγουδούσε, χόρευε, υποκρινόταν. Η Nadeah ήταν το κύμα!

Θα ήταν όμως τουλάχιστον παράλειψη από μέρους μου να μην αναφερθώ και στον Gerald με τη φωνάρα και την πιο σουρεάλ διασκευή του Relax (don't do it), στην άλλη όμορφη τραγουδίστρια (μου διαφεύγει το όνομά της) και στις καταπληκτικές εκτελέσεις των τραγουδιών από όλη την μπάντα.
Τι άλλο να πεις για μια συναυλία που το κοινό χορεύει και τραγουδάει για δυο ώρες και ζητά με πάθος (και κερδίζει) δύο καταπληκτικά encore. Δείτε μόνοι σας.




Ακόμα περισσότερα video και φωτογραφίες εδώ.